Συνέντευξη
Κωνσταντίνος Ράμμος
Ο ζωγράφος τού ονείρου και της ζωής!
Παρουσίαση
Συνέντευξη
στον Άγγελο Πετρουλάκη
-------------------------------------
Είχα χρόνια να συναντήσω τον Κωνσταντίνο Ράμμο. Από τις πρώιμες εποχές των «Θεσσαλικών Επιλογών». Όμως παρακολουθούσα την πορεία του. Και τον θαύμαζα, γιατί αντιστεκόταν με συνέπεια στις σειρήνες τού μοντερνισμού, ή όποιου άλλου «κινήματος» δημιουργούσε άψυχα ζωγραφικά έργα, που στόχευαν στον εντυπωσιασμό και μόνο.
Τον θαύμαζα για πολλά. Πρώτα για το σχέδιό του. Κατείχε όσο λίγοι την τέχνη τού γυμνού. Ούτε το παραμικρό ψεγάδι στην αφηγηματική τών σωμάτων. Ύστερα με καθήλωνε η χρησιμοποίηση των χρωμάτων. Ακόμα και τα πιο έντονα χρώματα ακουμπούσαν γλυκά στους πίνακές του, προκαλώντας μου μια ευχάριστη αναστάτωση. Τέλος η θεματογραφία του. Σε κάθε του έργο, που έβλεπα στο διαδίκτυο, διαισθανόμουν την ύπαρξη ενός αυθεντικού ποιήματος. Για μένα, πάντα, ο Κωνσταντίνος Ράμμος ήταν ο ποιητής της εικαστικής έκφρασης.
Άλλοτε τρυγούσα μιαν μελαγχολία μέσα από τα έργα του, άλλοτε το ευχάριστο συναίσθημα της προσμονής. Ένα γυναικείο σώμα κι ένας έρωτας που ταξίδευσε στο χωρίς επιστροφή χθες. Ένα δέντρο και μια εύγλωττη μοναξιά. Μια θάλασσα και μια σιωπή.
Πάσχιζα με τον νου και την αίσθηση να εισχωρήσω στα έργα του, να ερμηνεύσω την σκέψη του όταν πάλευε με το χρώμα, όταν προσπαθούσε να συλλάβει το φως, αλλά αδυνατούσα. Έτσι αφηνόμουν στην χαρά που εισέπραττα άμεσα, βλέποντας επί ώρα – με τη βοήθεια της φαντασίας – την ποιητική αφηγηματική τού ζωγράφου, μάλλον ταξιδεύοντας, παρά ερμηνεύοντας ό,τι έβλεπαν τα μάτια μου.
Εισέπραττα το ήθος, την καθαρή, λιτή, απέριττη μορφή, την αρμονία τών χρωμάτων, ως τον μονόλογο ενός βιολιού που ακούγεται στην απέραντη σιωπή μιας νύχτας.
Εισέπραττα την ευδαιμονία μιας νοσταλγίας βιωμένων καταστάσεων. Η παρουσία ενός ποδήλατου που έφερνε στην επιφάνεια την παιδική ηλικία και τις ποδηλατάδες στα χωράφια την άνοιξη.
Το τρέμουλο ενός ερωτικού σκιρτήματος απέναντι στην λευκότητα δυο μηρών που αποκάλυπτε ένα ανασηκωμένο φόρεμα… Τα γυμνά του εμπεριέχουν περισσότερη οδύνη, παρά ηδονή.
Εισέπραττα την έννοια του ωραίου, που ενσαρκώνει ένα μεταφυσικό νόημα, το οποίο δεν ορίζεται με λέξεις, αλλά βιώνεται στη σιωπή, ως βηματισμός τής ψυχής στο άπειρο.
Εισέπραττα, όμως, και κάτι άλλο, ιδιαίτερα σημαντικό. Πως ο Κωνσταντίνος Ράμμος ξέρει να ζωγραφίζει. Δεν αποφεύγει την δυσκολία τού σχεδίου. Δεν πετάει δυο γραμμές στον μουσαμά, λέγοντας πως αυτό είναι δέντρο. Δεν μουτζουρώνει, λέγοντας πως αυτό είναι μοναξιά. Είναι τίμιος με την Τέχνη, είναι αληθινός. Είναι τίμιος με την ίδια την ιστορία τής Τέχνης. Ούτε αντιγραφέας είναι, ούτε καταστροφέας. Είναι δημιουργός, γνήσιος και φωτεινός.
Ο χώρος τής Τέχνης είναι γεμάτος από άδεια σχήματα. Έργα που δεν συγκινούν αισθητικά και μόνο ως προκλητικές διακοσμητικές προτάσεις μπορούν να λειτουργήσουν. Κανένα μεταφυσικό νόημα πίσω από τα αφηρημένα σχήματα ή τα κακάσχημα σώματα, που είναι κακάσχημα γιατί οι ζωγράφοι θέλησαν να δουν την ασχήμια σ’ αυτά και όχι την εκ της φύσεως ομορφιά.
Σ’ αυτήν την μετριότητα ποτέ δεν μπήκε ο Κωνσταντίνος Ράμμος. Υπήρξε και πορεύεται ως άριστος της Τέχνης…
Τον τελευταίο καιρό, ο Κωνσταντίνος, επιστρέφει όλο και συχνότερα στην γενέθλια πόλη. Επιστρέφει και ζωγραφίζει. Αλλά και διαβάζει…
Αυτές οι επιστροφές στάθηκαν αιτία για καφέ και συζήτηση. Η επανένωση των ανθρώπων μέσα στην γραμμική πορεία τού χρόνου. Ίσως και η ανθρώπινη προσδοκία να μείνει κάτι, σαν χνάρι από το πέρασμά τους στη ζωή.
Ιανουάριος 2020. Αλκυονίδες ημέρες, γλυκιές οι λιακάδες τους. Απέναντι από το Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας, συζητάμε. Μαζί μας για λίγο και ο φίλος Παναγιώτης Δομούζης, με την μανία τού ερασιτέχνη φωτογράφου. Ποιος να ξέρει πού και πόσο θα ταξιδεύσουν αυτές οι στιγμές…
Τον ρωτώ, ξεκινώντας, ίσως, ανορθόδοξα την συζήτηση:
-Πώς θα ήθελες να σε θυμούνται οι άνθρωποι;
«Δεν έχω τέτοιου είδους ανησυχίες, ποτέ δεν σκέφτηκα το τι θα γίνει στο επέκεινα της ζωής μου.
»Η υστεροφημία μου, μάλλον με αφήνει αδιάφορο.
»Αυτό που με απασχολεί κάπως, είναι το τώρα. Να έχω την δυνατότητα να ζωγραφίζω και να δημιουργώ . Έχω ακόμη κάποια σχέδια στο μυαλό μου που πρέπει να τα υλοποιήσω.
»Οι δημιουργοί γενικώς με το έργο τους και να μην το επιδιώκουν, κάποιο ίχνος αφήνουν στην σύντομη παρουσία τους πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Τα χίλια και περισσότερα έργα μου, που υπάρχουν σε διάφορα σπίτια και συλλογές ανά τον κόσμο, θα είναι πιστεύω αρκετά καλοί πρεσβευτές τού ονόματός μου όταν εγώ δεν θα υπάρχω.
-Σε τι περιβάλλον μεγάλωσες; Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
«Γεννήθηκα στη Λάρισα. Το να μεγαλώνεις σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του 1970 και να θέλεις να γίνεις ζωγράφος, δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο. Η σχεδόν απαξιωτική στάση που έχουν οι γύρω σου για τους καλλιτέχνες, δεν μπορεί να μη σε επηρεάζει όταν είσαι παιδί δέκα πέντε ετών.
»Σαν έφηβος ήμουν μάλλον, μοναχικός, πέρναγα αρκετές ώρες ζωγραφίζοντας και κάνοντας όνειρα και σχέδια για το τι θα κάνω όταν μεγαλώσω, φυσικά πάντα γύρω από τη ζωγραφική.
»Σχέδια που ως συνήθως δεν πραγματοποιούνται ποτέ.
»Πρώτη φορά θυμάμαι, ζήτησα χρώματα για να ζωγραφίσω όταν ήμουν περίπου, επτά ετών και αρρώστησα. Έπρεπε να μείνω για κάποιο διάστημα στο σπίτι, και έτσι για να περνάει κάπως ευχάριστα η μέρα μου άρχισα να ζωγραφίζω. Από εκείνη την ημέρα και μετά δεν έπαψα να ασχολούμαι με τα χρώματα και τα μολύβια. Φυσικά εκείνη την περίοδο στη Λάρισα δεν είχα τη δυνατότητα να έρθω σε επαφή με αυθεντικά έργα τέχνης.
»Δεν μπορώ να πω πως η Λάρισα σαν πόλη συνέβαλλε αποφασιστικά στην διαμόρφωση του καλλιτεχνικού μου χαρακτήρα. Ίσως πολύ αργότερα, με διαμορφωμένη πλέον την καλλιτεχνική μου συνείδηση, να βρήκα κάποια στοιχεία που να προϋπήρχαν εν υπνώσει στο υποσυνείδητό μου και να προέρχονται από τα εφηβικά μου χρόνια που έζησα σε αυτή την πόλη».
-Μετά τη Λάρισα ακολούθησε η Αθήνα. Και μετά… τα φτερά σου ανοίγουν…
«Προτού αποφασίσω να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών - δεν είχα φυσικά καμία ενημέρωση το τι ήταν η Καλών Τεχνών - πήγα στην Αθήνα και γράφτηκα στην τότε σχολή Δοξιάδη για διακοσμητής.
»Εκεί σιγά-σιγά άρχισα να εμβαθύνω περισσότερο στην καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Έμαθα και το τι χρειάζεται για να μπεις στην Καλών Τεχνών, επισκεπτόμουν παράλληλα τις γκαλερί, έβλεπα εκθέσεις πήγαινα σε μουσεία και θέατρα, έβλεπα επιτέλους τέχνη.
»Τα μαθήματα, φυσικά, ιστορίας τής τέχνης που μας έκανε ο καθηγητής, τότε, στη σχολή Στέλιος Λιδάκης ήταν καταλυτικά. Ενθουσιαζόμουν γενικά με ό,τι αφορούσε την τέχνη.
»Μπήκα μάλλον εύκολα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να σπουδάζω. Εδώ η παρουσία τού δασκάλου μου Δημοσθένη Κοκκινίδη ήταν καθοριστική. Εκτός από τη μέθοδο, το πώς περίπου να ζωγραφίζω, αυτό που του οφείλω είναι που με έμαθε να οργανώνω τη σκέψη μου και να βρίσκω λύσεις πάνω στα εικαστικά προβλήματα.
»Πρώτα δηλαδή να έχω τακτοποιήσει και ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου το τι θέλω να κάνω και ύστερα να δοκιμάζω να μεταφέρω όλα αυτά επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια. Συνάμα μας πέρασε την ιδέα πως η Τέχνη χρειάζεται και θεωρητικό υπόβαθρο. Άρχισα να συχνάζω στη βιβλιοθήκη τής σχολής να διαβάζω για ζωγράφους, για καλλιτεχνικά ρεύματα, να εμβαθύνω στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που δημιούργησαν και διαμόρφωσαν την Τέχνη στις διάφορες καλλιτεχνικές περιόδους.
»Από τότε αγοράζω βιβλία δημιουργώντας σιγά – σιγά μια καλλιτεχνική-ιστορική βιβλιοθήκη που συμπληρώνω έως και σήμερα.
»Το Παρίσι, κατόπιν ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Η πιο δημιουργική περίοδος θα έλεγα για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Μαζί με τα θεωρητικά μαθήματα αισθητικής τής τέχνης στη Σορβόννη, το Μουσείο τού Λούβρου, οι galeries, οι εκθέσεις, το θέατρο, οι μουσικές σκηνές, οι παρέες καλλιτεχνών και ό,τι μπορεί να έχει σχέση με τέχνη, ήταν η καθημερινή μου ενασχόληση.
»Το να περπατώ στα ίδια μέρη που πήγαινε ο Μοντιλιάνι, να επισκέπτομαι το Giverny που ζωγράφιζε τα νούφαρα και έμενε ο Μανέ, να βλέπω το Bateau-Lavoir όπου ζούσε και ζωγράφιζε ο Πικάσο, ο Van Dongen και τόσοι άλλοι ζωγράφοι ήταν τότε για μένα, κάτι το μαγικό.
»Αισθανόμουν μάλιστα ενοχές, αν κάποια μέρα παρέλειπα να κάνω κάτι που το θεωρούσα καλλιτεχνικά δημιουργικό.
»Η επιστροφή μου από το Παρίσι ήταν κάπως προβληματική και στενάχωρη. Επέστρεψα απότομα, ξαφνικά, για να παρουσιαστώ στο στρατό. Σε μια εβδομάδα, από το Παρίσι βρέθηκα, Δεκέμβρη μήνα, στο Άργος Ορεστικό.
»Τελειώνοντας το στρατιωτικό επέστρεψα στην Αθήνα, συνέχισα να ζωγραφίζω, να ταξιδεύω και να επισκέπτομαι τακτικά το Παρίσι, κάτι που εξακολουθώ να κάνω μέχρι και σήμερα».
- Πώς ξεκινά και με ποιο κίνητρο, η ενασχόλησή σου με τη ζωγραφική;
«Η πρώτη μου επαφή με τη ζωγραφική, όπως είπα, ήταν όταν ήμουν περίπου 7 ετών.
»Αρρώστησα και έπρεπε να μείνω για αρκετές μέρες στο σπίτι.
»Έτσι, ζήτησα από τους δικούς μου να με εφοδιάσουν με χρώματα. Στο σπίτι υπήρχαν και κάποια βιβλία από την μεγαλύτερη αδελφή μου, όπως του Ιβανόη, του Λουκή Λάρα, του Μιχαήλ Στρογκόφ, του Μεγάλου Αλέξανδρου και άλλων .
»Τα παιδικά βιβλία είχαν τότε εικονογραφημένες κάποιες σελίδες.
»Άρχισα να αντιγράφω και να ζωγραφίζω ό,τι έβλεπα και ό,τι φανταζόμουν διαβάζοντάς τα.
»Στα γυμνασιακά μου χρόνια, τη δεκαετία του 1970, ήρθα σε επαφή με τα τεύχη των «Μεγάλων Ζωγράφων» των εκδόσεων Μέλισσα.
»Εκεί είδα ζωγραφική, διάβαζα τις μονογραφίες τών δημιουργών και έβλεπα με δέος τα σπουδαία τους έργα, που μέχρι τότε μου ήταν άγνωστα. Θυμάμαι πως είχα εντυπωσιαστεί από τους ιμπρεσιονιστές, που έως και σήμερα τους θαυμάζω. Έτσι άρχισα να ζωγραφίζω, προσπαθώντας να βρω το δικό μου ύφος. Τότε ήταν που αποφάσισα να γίνω ζωγράφος».
-Υπήρξαν ζωγράφοι που λειτούργησαν ως πρότυπο και επηρέασαν την εικαστική σου έκφραση;
«Στα πρώτα χρόνια της επαφής μου με την τέχνη, και πάντα μέσα από φωτογραφίες βιβλίων, θαύμαζα κλασικούς ζωγράφους όπως τον Βερονέζε, τον Ρούμπενς, τον Ντελακρουά, τον Μπουγκερώ, τον Κουρμπέ και περισσότερο, όλους τους ιμπρεσιονιστές Πιέρ Μπονάρ, Κλοντ Μονέ, Καμίλ Πισαρό.
»Όταν, κατόπιν στη Γαλλία, είδα τα έργα αυτών των δημιουργών από κοντά, κατάλαβα τη μαγεία και τη σημασία τής τέχνης. Θυμάμαι όταν πρωτοείδα τα τεράστια έργα τού Κουρμπέ στο μουσείο τής Μπεζανσόν και του Ρούμπενς με τη ‘‘Μαρία τών Μεδίκων’’ στο Λούβρο, ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που από τότε άρχισα και εγώ να ζωγραφίζω έργα μεγάλων διαστάσεων. Αργότερα, φυσικά, λόγω περιορισμένου εργαστηριακού χώρου περιόρισα τα μεγέθη τών έργων μου.
»Η επίδραση πάντως δεν ήταν στιλιστική ή θεματική, περισσότερο αφορούσε την μορφή τής δικιάς μου δουλειά και όχι το περιεχόμενο».
-Δραστηριοποιείσαι στη ζωγραφική ως επαγγελματίας ζωγράφος. Η παρουσία σου συχνή και ξέρω πως έχει απήχηση… Πόσες εκθέσεις έχεις στο ενεργητικό σου;
«Έως σήμερα έχω παρουσιάσει τη δουλειά μου σε 25 ατομικές και σε περισσότερες από 250 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό».
-Τι είναι ζωγραφική;
«Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί ή να δοθεί ένας ορισμός για το τι είναι η ζωγραφική.
»Πολλά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς από σπουδαίους και μη ανθρώπους. Για τον Σιμωνίδη τον Κείο η ζωγραφική είναι ‘‘η σιωπηλή ποίηση και η ποίηση είναι ζωγραφική με το χάρισμα του λόγο’’.
Ενώ, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, αναφέρει σε κάποιο από τα κείμενά του πως: ‘‘Όποιος έχει πλούσια αισθήματα, ζωγραφίζει και καλύτερα’’. ‘‘Η φύση είναι ένα λεξικό, ενώ η τέχνη ένα ποιητικό κείμενο’’, είχε πει ο Ντελακρουά.
»Όλα αυτά είναι όμορφα και ποιητικά, σύμφωνα με τις επιταγές της εκάστοτε εποχής.
»Για μένα, όμως, η ζωγραφική και κατ’ επέκταση η Τέχνη, είναι μια ανθρώπινη, συγκεκριμένη, συνειδητή, καλλιτεχνική δραστηριότητα.
»Μια αισθητική οργάνωση του εικαστικού υλικού, που διέπεται από πνευματική επεξεργασία και εκφράζεται με σχήματα, χρώματα και εικόνες.
»Ταυτόχρονα είναι και ένα απαραίτητο επικοινωνιακό μέσο για τον άνθρωπο.
»Σε σχέση πάντα με το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό τόπο, χρόνο και πλαίσιο στο οποίο παράγεται.
»Απλά νομίζω πως με τη ζωγραφική βλέπεις τα πράγματα έτσι όπως είναι, όταν τα κοιτάζεις με αγάπη. Όσον αφορά την δική μου δουλειά, η ζωγραφική δεν έχει στόχο να απεικονίζει τα ωραία πράγματα, αλλά να απεικονίζει ωραία τα πράγματα.
»Ζωγραφίζω εικόνες, εντυπώσεις, μνήμες, εναλλασσόμενα βιώματα προερχόμενα από τοπία τού νου και της φαντασίας, της παρατήρησης και του συνειρμού, της βούλησης και της νοσταλγίας.
»Έτσι η ζωγραφική μου γίνεται λυτρωτική, πρώτα για μένα και κατόπιν - θα ήταν ευτύχημα - αν κατάφερνε να συγκινήσει και κάποιους άλλους».
- Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην εικαστική παιδεία; Υπήρξαν εποχές που η εικαστική παιδεία ήταν κτήμα τών πολλών;
»Στη σημερινή μας εποχή η τέχνη δεν φαίνεται να είναι πια απαραίτητη. Έχει γίνει μια υπερπολυτέλεια για λίγους μυημένους. Σ΄ αυτό συμβάλλει η παντελής έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας που στερεί από την τέχνη το χάρισμα της επικοινωνίας.
»H τέχνη δε μορφώνει απλά, αλλά κάνει κάτι περισσότερο, σε συνδέει με το μυστήριο της ζωής .
»Για να ξανακερδίσει η τέχνη την παλιά της αίγλη και απήχηση, εκτός από την εικαστική ενημέρωση του κοινού, και την υπερπροσπάθεια να μυηθεί η νέα γενιά στη μαγεία τής τέχνης μέσω της διδασκαλίας, θα πρέπει και ο δημιουργός να κινείται ελεύθερα στον χώρο του, να είναι αδέσμευτος από σκοπιμότητες ,να εκφράζεται όπως εκείνος θέλει, να είναι αληθινός και να μη προσπαθεί να κοροϊδεύει ή να εντυπωσιάζει τον θεατή με εύκολα, έξυπνα ζωγραφικά ευφυολογήματα.
»Για να σταματήσει και η άποψη που λέει - πως τέχνη είναι, όταν ο καλλιτέχνης καταφέρει να προσδώσει την έννοια της τέχνης σε αυτό που κάνει, με οποιοδήποτε τρόπο θεμιτό ή αθέμιτο .
»Άρα για να γίνει η τέχνη κατανοητή και να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή περισσότεροι άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, πρέπει να βρίσκει εικαστικά ενήμερους δέκτες.
»Γιατί η συγκεκριμένη καλλιτεχνική αυτή δραστηριότητα, μπορεί να γίνει ένα μέσο επικοινωνίας και να συμβάλλει στην αλλαγή τής αισθητικής αντίληψης των ανθρώπων, με την προϋπόθεση, όμως, πως ο αυτόνομος αυτός κώδικας πληροφόρησης θα είναι κατά κάποιο τρόπο οικείος σε όλους τους ανθρώπους.
»Εδώ είναι και ο βασικός ρόλος που πρέπει να παίξει η καλλιτεχνική παιδεία».
- Ποιο είναι το νόημα και ο ρόλος τής Τέχνης σήμερα;
«Αν δεχθούμε πως με την τέχνη εξασφαλίζεται η ενότητα και η συνοχή τής κάθε κοινωνίας, ο ρόλος τής τέχνης είναι για μένα καθοριστικός.
»H τέχνη πρώτα από όλα απευθύνεται σε ελεύθερους ανθρώπους.
»Είναι πολύ δύσκολο όμως, να καταλάβει κανείς ποιοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Γι’ αυτό η τέχνη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ούτε με πολιτικά, ούτε με καλλιτεχνικά μανιφέστα.
»Πιστεύω πως η τέχνη ήταν, είναι και θα είναι, ένα απαραίτητο επικοινωνιακό μέσο για τον άνθρωπο. Γιατί πρώτα απ’ όλα η τέχνη είναι μια γλώσσα που έχει το δικό της αλφάβητο.
»Όπως με τη γλώσσα, ο άνθρωπος καταφέρνει και επικοινωνεί, έτσι και η τέχνη με το δικό της οπτικό αλφάβητο, επικοινωνεί με όλους τους ανθρώπους.
»Πρόκειται για ένα αυτόνομο κώδικα επικοινωνίας και πληροφόρησης, που έχει την δυνατότητα να συμβάλει στην αλλαγή της αισθητικής και πνευματικής αντίληψης του δέκτη».
-Συχνά τα χρώματά σου μου δίνουν την εντύπωση πως επιθυμούν ν’ αποτυπώσουν μιαν ονειρική κατάσταση. Όνειρα μέσα σε όνειρο, με μιαν κάποια μελαγχολία διάχυτη. Έργα σε απόλυτα ποιητικό περιβάλλον… Τι άραγε να κυριαρχεί στη σκέψη και στο συναίσθημά σου όταν βρίσκεσαι απέναντι στον μουσαμά, έτοιμος να βάλεις την πρώτη πινελιά;
«Για μένα, το να δημιουργηθεί ένα έργο ζωγραφικής ακολουθεί μια διαδικασία ωρίμανσης.
»Δημιουργείται πρώτα μέσα στο μυαλό μου ολόκληρη σχεδόν η εικόνα τού έργου και κατόπιν περνώ στην εκτέλεση κάποιων σχεδίων, δημιουργώ ένα προσχέδιο, μία μακέτα και μετά τη μεταφέρω στο τελάρο, και στο τελικό μέγεθος, που έχω αποφασίσει.
»Σε όλα αυτά τα διαδοχικά στάδια συμβαίνουν όλες οι απαραίτητες αλλαγές για να έχει το τελικό ζωγραφικό έργο εικαστική αρτιότητα και αυτοτέλεια.
»Προσπαθώντας, όμως, να φτάσω στο επιθυμητό κάθε φορά αποτέλεσμα, δεν με ενδιαφέρει τόσο ο τρόπος που θα ακολουθήσω, όσο η διαδικασία αυτή καθαρά τής ζωγραφικής.
»Πολλές φορές προκαλώ συνειδητές αλλοιώσεις πάνω στην ανθρώπινη φιγούρα, ή στο τοπίο που σκοπεύω να απεικονίσω, είτε από μια εσωτερική υποσυνείδητη παρόρμηση, είτε συνειδητά για να μεταδώσω μια έννοια ή να διεγείρω κάποιο συναίσθημα.
»Όπως η έννοια του μη πραγματικού χώρου, με τις μορφές να κινούνται σε ένα πλαίσιο αυθαίρετα κατασκευασμένο, και τις μορφές να αλληλοδιεισδύουν, η μία στην άλλη.
»Τα επί πλέον στοιχεία, που εμφανίζονται πολλές φορές στα έργα μου, με την μορφή κάποιας νεκρής φύσης ή άλλων αντικειμένων, ενώ θα έπρεπε να αποτελούν συμπληρωματικό τής όλης σύνθεσης, έχουν εν τούτοις πρωταγωνιστικό ρόλο.
»Παρ’ όλες αυτές τις επεμβάσεις, προσπαθώ πάντα να αποφεύγω κάθε άκρατο χειρονομιακό συναισθηματισμό, ή κάθε εγκεφαλική στεγνότητα».
-Το γυμνό, το υγρό στοιχείο, πρόσφατα και το ποδήλατο, εμφανίζονται συχνά στο έργο σου, πάντα σ’ ένα περιβάλλον ονείρου, που μου δίνει την εντύπωση πως θέλεις ν’ αφηγηθείς κάτι, κρύβοντάς το σε εικόνες.
«Αυτό που προσπαθώ να αιχμαλωτίσω στον καμβά τού τελάρου μου είναι η ερωτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κυρίαρχο γυναικείο σώμα, στο υγρό στοιχείο και στο αρχέγονο ιδανικό τοπίο.
»Η ανέγγιχτη φύση, που απασχολεί τα τελευταία χρόνια τη δουλειά μου, έρχεται να αντιπαρατεθεί με τις αιώνιες αισθητικές αξίες τού γυμνού γυναικείου σώματος.
»Και τα δύο, θεωρώ πως δημιουργούν ζωή και αλληλοσυμπληρώνονται.
»Αν προσπαθούσα, λοιπόν, να ‘‘διαβάσω’’ την δουλεία μου, θα έλεγα πως τα ερεθίσματά μου πηγάζουν από την άμεση αντίληψη του εξωτερικού κόσμου, από την υποσυνείδητη έκφρασή μου και το πάντρεμα συναισθήματος και διαμορφωμένης γνώσης.
»Ζωγραφίζω εικόνες, σχήματα και χρώματα που θα ήθελα να έβλεπα γύρω μου».
- Παρατηρώντας τα έργα σου αντιλαμβάνομαι μια σχεδόν πλήρη κυριαρχία τού μπλε, με το κόκκινο ν’ ακολουθεί και μετά το κίτρινο.
«Ανέκαθεν ζωγράφιζα με τα καθαρά βασικά χρώματα. Το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε ήταν η πρώτη μου επιλογή. Το μπλε, όμως, και ιδιαίτερα το Ουλτραμαρίν και το Μπλε Κοβαλτίου ήταν οι αδυναμίες μου.
»Το μπλε είναι το χρώμα τού καθαρού ουρανού και της βαθιάς θάλασσας.
»Στην Μέση Ανατολή και στην αρχαία Αίγυπτο, θεωρείται ότι το μπλε εμποδίζει την είσοδο κακών πνευμάτων. Οι οροφές των Φαραωνικών τάφων είναι μπλε.
»Η επιδίωξη του ζωγράφου Yves Klein να κατακτήσει το απέραντο του ουρανού, δημιουργώντας το δικό του μπλε με ενθουσίαζε.
Η υπερβατικότητα αυτού του χρώματος με εντυπωσίαζε από τα πρώτα μου ζωγραφικά βήματα».
-Εμφανές είναι επίσης το στοιχείο τού παραστατικού. Προσωπικά το βλέπω και ως ισχυρή απάντηση απέναντι σε ακραίες μορφές αφηρημένης τέχνης, οι οποίες και με αφήνουν σχεδόν αδιάφορο.
«Στην σύγχρονη αφηρημένη τέχνη και στις ακραίες της μορφές υπάρχουν δημιουργοί, που τις περισσότερες φορές με ιδεολογική ‘‘βία’’, - με το μαστίγιο στο χέρι - γυμνάζουν τις ιδέες τών φιλότεχνων να αποδεχτούν τέτοιου είδους έργα ως τα μόνα αυθεντικά, πρωτοποριακά και αντιπροσωπευτικά τής εποχής μας. Αυτό συμβαίνει και με τη βοήθεια θεωρητικών τής τέχνης, που συμβάλουν στην εφήμερη επιτυχία και αναγνωσιμότητα κάποιων καλλιτεχνών.
»Το ωραίο δεν οφείλει την ύπαρξή του στο περιεχόμενό του, αλλά στη μορφική του διάταξη.
»Δεν έχω αντιρρήσεις ως προς τις μορφές τής ανεικονικής τέχνης. Αυτό που με κάνει επιφυλακτικό είναι οι ακραίες της εκφάνσεις .
»Το ότι το έργο τέχνης δεν είναι αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά η ίδια η πραγματικότητα με βρίσκει σύμφωνο.
»Το έργο τέχνης μπορεί να είναι ένα υλικό προϊόν, όμως υπερβαίνει τις εξαρτήσεις τής ύλης, ξεπερνά τους περιορισμούς, μετουσιώνεται σε γεγονός πνευματικό.
»Αντανακλά τις κοινωνικές ή τις ιδεολογικές συνθήκες που το παρήγαγαν.
»Στην δική μου δουλειά, που θα έλεγα πως δεν είναι αμιγώς παραστατική, τα βασικά χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής μου γλώσσας είναι η διαμερισματικοποίηση της ζωγραφικής επιφάνειας και η αποσπασματικοποίηση των μορφών.
»Χωρίς η φόρμα να διαλύεται και να εξαφανίζει τα αναγνωριστικά της χαρακτηριστικά, με εξπρεσιονιστική και μετεμπρεσιονιστική κατανομή του χρωματικού πεδίου, δημιουργώ έμμεσες αναφορές σχετικά με τον μανιερισμό και τον κόσμο τού μπαρόκ.
»Ειδικά του μανιερισμού, γιατί πιστεύω ότι στην εποχή αυτή βρίσκουμε στοιχεία που μας παραπέμπουν στην δική μας.
»Ο Μανιερισμός σπάει τον αντικειμενισμό και την εξιδανίκευση της Αναγέννησης, τονίζοντας την προσωπική στάση τού καλλιτέχνη. Τότε με την έννοια maniera εννοούσαν μία ιδιαίτερη καλλιτεχνική ατομικότητα, ένα προσωπικά καθορισμένο τρόπο έκφρασης.
»Ο Vasari χρησιμοποιεί την λέξη maniera εννοώντας το προσωπικό ‘‘ύφος’’ στην πλατύτερη έννοια της λέξης. Μιλάει για gran maniera και εννοεί κάτι το πολύ θετικό, μάλιστα λυπάται για την έλλειψη της ιδιότητας αυτής σε ορισμένους καλλιτέχνες. Αργότερα, την συνέδεσαν με την έννοια μίας προσποιητής τετριμμένης τεχνοτροπίας».
-Ποια είναι η σχέση του δημιουργού με το έργο του;
»Πιστεύω ύστερα από μια, σχεδόν, τεσσαρακονταετία και πλέον ενασχόλησής μου με την ζωγραφική, πως η σχέση τού δημιουργού με το έργο του είναι μια σχέση, αμφίδρομων συναισθημάτων.
»Τις περισσότερες φορές προς όφελος του δημιουργού.
»Η τέχνη άλλωστε είναι μια γλώσσα τής αβεβαιότητας των ξεσπασμάτων και της υλοποίησης τών ανησυχιών τού δημιουργού.
Η ψυχική ευφορία που προσλαμβάνεις κατά την διάρκεια της πραγμάτωσης ενός έργου δεν αναπληρώνεται με καμιά άλλην απόλαυση.
»Αυτό κάνει τον κάθε δημιουργό να είναι συναισθηματικά δεμένος με την δουλειά του.
»Γι’ αυτό και η προσπάθεια πάντα θα είναι μια ατέρμονα, κοπιαστική, ενδιαφέρουσα όμως πορεία, για την κατάκτηση και την υλοποίηση του αληθινού.
»Ας μην ξεχνάμε ότι τίποτε δεν είναι ωραίο, όταν δεν είναι αληθινό».
-Έρωτας και καλλιτεχνική δημιουργία;
«Η τέχνη από μόνη της είναι λίαν ερωτική, αυτό αρκεί».
-Ποια συμβουλή θα έδινες σ’ έναν νέο ζωγράφο;
«Να είναι ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας εικαστικός αναζητητής που ψάχνει καλλιτεχνικούς διόδους.
»Να εκφράζει ότι τον συγκινεί, αλλά και να προκαλεί συγκίνηση μέσα από μια μορφοποίηση και μια εσωτερική οργάνωση των ιδεών και των πραγμάτων που τον περιβάλλουν, δίνοντάς τους ψυχή και λάμψη.
»Να είναι άμεσος, διαυγής και αληθινός.
»Να αποφεύγει τους εφήμερους εντυπωσιασμούς και τις εκάστοτε « εικαστικές μόδες».
-Η ζωγραφική εκπλήρωσε τα όνειρά σου και μπορείς να βεβαιώσεις πως έζησες με πληρότητα μέσα σ’ αυτήν;
«Δεν μπορώ να πω, πως είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από την ζωγραφική μου πορεία.
»Πάντα νομίζω πως κάτι λείπει, κάτι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα.
»Αυτά είναι προβλήματα και ερωτήματα που με απασχολούν. Προσπαθώ να τα λύσω, πιστεύοντας πως το επόμενο έργο μου θα είναι καλύτερο και διαφορετικότερο από το προηγούμενο».
-Αν επέλεγες μια διαφορετική εποχή για να ζήσεις και να δημιουργήσεις, ποια θα ήταν αυτή και με ποιον τρόπο πιστεύεις ότι θα εκφραζόσουν καλλιτεχνικά;
«Πιστεύω πως η εποχή που ζούμε, παρ’ όλες τις μικρό-δυσκολίες της, είναι η περισσότερο ήρεμη, ειρηνική και δημιουργική εποχή που έχει ζήσει ο δυτικός κόσμος μετά τους δύο καταστροφικούς πολέμους τού περασμένου αιώνα. Παρόλα αυτά, εάν υπήρχε η δυνατότητα να μεταφερθώ σε μια άλλη εποχή και να συναντήσω κάποιους δημιουργούς τού παρελθόντος, θα επιδίωκα μια συνάντηση με τον Βερονέζε και τον Ρούμπενς .
»Να δω, να αισθανθώ τον πυρετό τής δημιουργίας. Να μάθω, να γνωρίσω τρόπους σκέψης και εικαστικής έκφρασης της εποχής εκείνης.
»Τώρα, υποθετικά πάντα, αν έπρεπε να επιλέξω μια διαφορετική εποχή για να ζήσω, θα επέλεγα την περίοδο της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, από το 1860 περίπου έως το 1940, στο Παρίσι.
»Θεωρώ πως σε αυτήν την χρονική διαδρομή των ογδόντα χρόνων, εμφανίστηκαν τα πιο ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά ρεύματα, που σημάδεψαν και συνέβαλαν στην διαμόρφωση της σημερινής τέχνης .
»Αν και η κοινωνική κατάσταση ήταν αρκετά επισφαλής, με επαναστάσεις και πολέμους, είχε ένα ενδιαφέρον ως προς τον καθορισμό των μετέπειτα εξελίξεων, καλλιτεχνικών και πολιτικοκοινωνικών.
»Σαν ζωγράφος όμως, θα είχα την τύχη να συναντήσω άλλους δημιουργούς, ζωγράφους, συγγραφείς και ποιητές, που θαύμαζα από μικρό παιδί και που τώρα μόνο μέσω των έργων τους έρχομαι σε επαφή.
»Όπως τον Ντελακρουά, τον Ένγκρ, τον Κουρμπέ, τον Μπουγκερώ, τον Ρενουάρ, τον Ζιλ Πασκέν, τον Μπονάρ, τον Ματίς, τον Φουτζίτα, τον Ζολά, τον Ιούλιο Βερν, τον Ρεμπώ, τον Απολιναίρ, τον Πωλ Ελυάρ και πολλούς άλλους.
»Για όλα αυτά, τα πολύ σημαντικά, μαζί με την εξέγερση της γαλλικής κομούνας, των κοινωνικών επαναστάσεων και των εμφανίσεων καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως της Art Nouveau, των Φοβ, του κυβισμού, του Νταντά, του Σουρεαλισμού, και προσωπικοτήτων σαν τον Μονέ, τον Μανέ, τον Μοντιλιάνι, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Ντυσάν, τον Βιγιόν και πολλών άλλων, αξίζει μια επιστροφή στο παρελθών.
»Όσο για την δική μου παρουσία σε όλα αυτά, κάπου ίσως να ήμουν και εγώ, πάντα προσπαθώντας να ζωγραφίζω. Αν και θα μου αρκούσε απλά, ως παρατηρητής να βίωνα εκείνη την εποχή».
-Ο Σατομπριάν είχε πει: «Ο άνθρωπος δεν ζει μία και μόνη ζωή. Ζει πολλές ζωές, τη μία μετά την άλλη, κι αυτό είναι η αιτία της δυστυχίας του». Το πιστεύεις;
«Δεν θα τολμήσω να σχολιάσω το βαθύτερο νόημα των λόγων τού Φρανσουά-Ωγκύστ-Ρενέ, υποκόμη ντε Σατωμπριάν, αλλά τα 80 ταραγμένα, περιπετειώδη και άκρως ενδιαφέροντα, πολιτικά και συγγραφικά, χρόνια της ζωής του, δικαιολογούν τέτοιου είδους αποφθέγματα.
»Αν στις πολλές ζωές αναφερόμαστε στις διάφορες φάσεις ζωής που περνάμε και σηματοδοτούνται από κομβικές αλλαγές πορείας μπορώ να συμφωνήσω.
»Για τις δικές μας και προσωπικά για τη δική μου οριζόντια, άνευ σπουδαίου ενδιαφέροντος ζωή, εκτός αν θεωρήσω την ζωγραφική μου πορεία ως περιπέτεια, πιστεύω πως ζούμε μόνο μία ζωή και αυτή πολύ μικρή και σύντομη.
»Διαβάζοντας για την μετεμψύχωση, τη μετενσάρκωση και επισκεπτόμενος ταξιδιωτικά την Ινδία είχα κάποιες, κάποτε, παρόμοιες ανησυχίες.
»Όμως, αναλύοντάς το πιο λογικά και με την Καρτεσιανή δυτική λογική που μας διέπει, δεν πιστεύω πλέον σε τέτοιου είδους θεωρίες. Νομίζω πως αιτία τής δυστυχίας μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι, και μετά την απουσία μας από αυτή την ζωή δεν υπάρχει τίποτε. Όμορφο ευχάριστο και ελπιδοφόρο θα ήταν να πιστεύαμε πως κάτι άλλο θα υπάρχει μετά, αλλά δυστυχώς πολύ αμφιβάλω.
»Αυτό, φυσικά, δεν συμφέρει τον ανθρώπινο εγωισμό, αλλά, μάλλον έτσι είναι».
Δυο λόγια για τον Κωνσταντίνο Ράμμο…
Ο Κωνσταντίνος Ράμμος γεννήθηκε το 1955 στη Λάρισα.
Σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και Αισθητική τής Τέχνης στην Arts Plastiques Paris I, Sorbonne, στο Παρίσι με γαλλική κρατική υποτροφία. Αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ με άριστα και με έπαινο ημίγυμνου και βραβείο σύνθεσης.
Κατά την διάρκεια των σπουδών του υπήρξε υπότροφος του Ι.Κ.Υ. και συμμετείχε σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις, όπως, στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κρακοβίας στην Πολωνία, στο Γαλλικό Ινστιτούτο τής Αθήνας κ.α. Το 1981 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα τέχνης «Το Τρίτο Μάτι».
Το 1982 πηγαίνει στο Παρίσι. Εκεί παίρνει μέρος σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Το 1983 κάνει τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Αθήνα. Με την επιστροφή του από το Παρίσι το 1985, κάνει την τρίτη ατομική του έκθεση και από τότε έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε 25 ατομικές και σε περισσότερες από 250 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Παράλληλα έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία και λογοτεχνικά έντυπα .
Το 1987 συμμετέχει στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση στην Αθήνα. Από το 1988 έως το 2010 εκθέτει σε ομαδικές εκθέσεις στην Τουρ της Γαλλίας, στην Νέα Υόρκη, στην Βαλένθια της Ισπανίας, την Κωνσταντινούπολη και στην Κύπρο. Το 1998 παίρνει μέρος στην ομαδική έκθεση «Εστίες τού Βλέμματος» στις Βρυξέλλες. Το 2005 εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Διεθνή Έκθεση Ζωγραφικής Europ΄Art στην Γενεύη.
Το 2010 παίρνει μέρος στην έκθεση του Grand Palais - Salon des Indépendants Paris και εκθέτει στην Galerie Etienne de Causans στο Παρίσι. Το 2011 πραγματοποιεί ατομική έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης «Αργώ» στην Αθήνα. Το 2014 συμμετέχει στην έκθεση της Commission Européenne Bâtiment Jean Monet στο Λουξεμβούργο στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2017 εκθέτει στην Κύπρο «Η Πάφος στην Τέχνη» - Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το 2018 κάνει την 25η του ατομική έκθεση στην γκαλερί «Αργώ» στην Αθήνα.
Το έργο του έχει παρουσιαστεί από τα Μ.Μ.Ε. τόσο σε εφημερίδες και περιοδικά, όσο και σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Έργα του υπάρχουν στη Βουλή των Ελλήνων, σε ελληνικές τράπεζες και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στην Αθήνα, επισκεπτόμενος πλέον συχνά και την πατρίδα του, τη Λάρισα.
«Για μένα η ζωγραφική και κατ’ επέκταση η τέχνη, είναι μια ανθρώπινη, συγκεκριμένη, συνειδητή, καλλιτεχνική δραστηριότητα.
»Μια αισθητική οργάνωση του εικαστικού υλικού, που διέπεται από πνευματική επεξεργασία και εκφράζεται με σχήματα, χρώματα και εικόνες.
»Ταυτόχρονα είναι και ένα απαραίτητο επικοινωνιακό μέσο για τον άνθρωπο…»