Ατομικές Εκθέσεις Έργων


Τοπία της φύσης και του σώματος

Το σώμα του τοπίου.


Το φώς και ο χρόνος μέσα από τις αέναες μετατροπές και τις ποικίλες αποστάσεις των φαινομένων, λειτουργούν ως αφετηρίες έμπνευσης κάθε εικαστικής μορφοποίησης, στα πρόσφατα τουλάχιστον έργα ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Ράμμου. Όποια αποσπασματικά θέματα κι αν επιλέγει, γίνονται τα ίδια οι τρόποι συνομιλίας της συνείδησης και του υποσυνείδητου, τον συμβόλων και των αρχέτυπων, αλλά και μιας καθημερινότητας που τα περιλαμβάνει, μέσα απ΄ όπου ο ζωγράφος ανακαλεί και την ίδια στιγμή μεταμορφώνει ρευστές εντυπώσεις, αποκαθηλωνόμενες μνήμες και εναλλασσόμενα βιώματα, προερχόμενα από τοπία του νου και της φαντασίας, της παρατήρησης και του συνειρμού, της βούλησης και της νοσταλγίας.

Rammos-detail-10Στα έργα του, το συγκεκριμένο και ρεαλιστικά αναγνωρίσιμο, αποκτά αφαιρετικές διαστάσεις, με το ένα γνώρισμα γραφής να διαπλέκεται με το άλλο, οδηγώντας σταδιακά το βλέμμα του θεατή να διαπερνά το πρώτο επίπεδο, ακολουθώντας στη συνέχεια μια στρωματογραφία σε πλάτος και βάθος. Αυτή η παλίμψηστη, διαφανής και επενεργητική στρωματογραφία της εικόνας, μεταφέρει στην επιφάνεια τις πληθυντικές στιγμές του παρελθόντος ως ισοδύναμες με ανάλογες του παρόντος, δημιουργώντας μια ιδιότυπη χωρογεωγραφία .Η ρευστότητά της αποκτά τις ιδιότητες των υδάτινων στοιχείων και ταυτοχρόνως των στερεών κρυστάλλων, καθώς διακρίνονται οσμώσεις και ιζηματογενείς διεργασίες των χρωματικών τόνων, ενώ από την άλλη πλευρά διαπιστώνουμε διαθλάσεις και αντανακλάσεις, οι οποίες μορφοποιούν μια σύνθεση «παράσταση», που οι συσχετισμοί των επιμερισμών της, θυμίζουν καλειδοσκόπιο.

Ο Κωνσταντίνος Ράμμος δεν αφηγείται με αποστασιοποίηση τα θέματά του. Γίνονται μέρος της διαδικασίας που αφορά την σύντονη και πολυεπίπεδη παρουσία τους. Οι λεπτομέρειες δίνουν την θέση τους στην αλληγορία και οι μικροκλίμακες στην μεγακλίμακα, επιτρέποντας στο υποσυνείδητο να γεφυρώνει με άνεση το ορατό με την υπέρβαση και την γήινη ατμόσφαιρα με την ονειρική ή την ουτοπική.


Τα τοπία του Κωνσταντίνου Ράμμου γεννούν πραγματικότητες σε χρόνους ενεστώτες και υπερσυντέλικους που προκύπτουν από ένα φως ενδογενές, το οποίο διαλάμπει μέσα από τα χρώματα, αφαιρώντας κάθε έννοια βαρύτητας. Το φως αυτό που θαρρείς πως προέρχεται από ορυκτά θαμμένα στα έγκατα της γης, μετουσιώνει σχεδιαστικά και ογκοπλαστικά την υλικότητα των «αντικειμενικών» δεδομένων, χωρίς να αναιρεί την «σωματικότητα» της πινελιάς και την αισθητική της απτότητα. Η χειρονομία ορισμένες φορές αποτυπώνεται εναργής στην πινελιά κι άλλοτε βρίσκεται συγχωνευμένη μέσα στην οσμωτική «γραφή» του χρώματος, προσδίδοντάς του υπόγειες ρυθμικές εντάσεις κι εσωτερικό παλμό, που δραστηριοποιεί την μορφική διεργασία. Μια διεργασία, που αποκαλύπτει εν τη γενέσει τους τις φόρμες, ενώ σε άλλα σημεία αυτές αφήνονται ως non finito επιφάνειες, προκειμένου να ορίσουν αφενός θεματικές και νοηματικές συνάφειες, αφετέρου να διασαλεύσουν κάθε διαχωριστικό σύνορο ανάμεσα στις αποσπασματικότητες της θέασης, μέσα από όπου αναφύεται μια εικονοκλαστική διαδικασία.

Η κάθε εικόνα του ζωγράφου αποτελείται από τα κλάσματά της σε χώρο και χρόνο, πραγματικό και φανταστικό. Παραλλήλως, η κάθε του εικόνα αποδίδεται πρισματικά, σαν να παρατηρεί κανείς την πολλαπλότητα των όψεων της μέσα από φίλτρα που την αποδομούν ως βεβαιότητα για να την ανασυντάξουν στο βλέμμα του θεατή ως αενάως διερωτώμενη συναίσθηση, όλων όσων μεταφέρονται στο ορατό πεδίο. Ο χώρος και το φως ταυτίζονται μέσα από τη φύση που αποτελεί μέρος ενός διαδραστικού και πολυφωνικού συνόλου, αλλά και μέρος του «εαυτού» μιας εικαστικής πράξης που μεταμορφώνεται όπως η συνείδηση. Η ίδια η φύση άλλωστε στα έργα του ζωγράφου, μετασχηματίζεται στο σώμα μιας ύλης, που από την μια πλευρά κρύβει και από την άλλη αποκαλύπτει τις περιπέτειες της ύπαρξης. Η φύση γίνεται σώμα. Το σώμα του έρωτα και τις απαντοχής, των ενυπνίων και της προσδοκίας, της αναμονής και της λησμονιάς, της εγκατάλειψης και της λαχτάρας. Η φύση γίνεται το σώμα της επιθυμίας και του ανέφικτου, το σώμα των προθέσεων και των δισταγμών, της εγγύτητας και της απομάκρυνσης, της λαθραίας επίσης χαράς και των ανεκπλήρωτων πόθων.


Αυτή η φύση μετατρέπεται σε προσεγγίσιμη ψευδαίσθηση κι άλλοτε σε εφήμερη αλλά φευγαλέα ευφροσύνη, που δραπετεύει κι επανέρχεται σαν ανεπίδοτο γράμμα με άγνωστο παραλήπτη. Ο παραλήπτης διαρκώς αναζητείται μέσα από το σώμα των φυλλοβόλων κι άλλοτε πάλι των αειθαλών δέντρων, μέσα από τους κορμούς και τις «ομιλίες» των κλαδιών τους, μέσα από τα αραιά τους ή τα πυκνά φυλλώματα, μέσα από τους γόνιμους καρπούς ιδιωτικών παραδείσων και ατομικών εξώσεων.

Τα μακρινά η κοντινά τοπία που εμφανίζονται ως σώματα πόθων και παθών μετατρέπονται σε τόπους απαρνήσεων και καταφυγής, εκτάσεις της νοσταλγίας και της ανεξίτηλης μνήμης, των συνεχών κατακερματισμών του «εγώ» και της επιδιωκόμενης εξιλέωσης, καθώς απλώνονται κι άλλοτε βραχύνονται. Οι τόποι αυτοί που εδράζονται και αποσκιρτούν από τα γεωγραφικά μήκη του υποσυνείδητου και τα πλάτη της φαντασίας, μπορούν να χωρέσουν σε ένα ανοιχτό ταχυδρομικό φάκελο η μια παλάμη, με τα βράχια και τις πεδιάδες τους, τα χωράφια και τους ελαιώνες τους, με τους κάμπους τους και με τα ξέφωτα μιας θαλπωρής που γίνεται φωταύγεια, χρωματίζοντας τις ώρες και τις στιγμές, τις ημέρες και τις εποχές κάποιας ζωής που απέλειπε. Μιας ζωής που φθίνει και επανακάμπτει, μέσα από πλάνα θαρρείς η στιγμιότυπα κινηματογραφικής ταινίας.

Η χοϊκότητα και η γήινη ατμόσφαιρα, στα έργα του Κωνσταντίνου Ράμμου, συνομιλεί με την ατμόσφαιρα της εικονικής πραγματικότητας, μέσα από τις διαμεσολαβήσεις της οποίας χρωματίζονται σήμερα και «ζωντανεύουν» τα όνειρά μας. Κι αυτά τα όνειρα χρωματίζονται, στη ζωγραφική του, μέσα από τους ρυθμούς μιας νεορομαντικής pop κουλτούρας. Από τα γοργά εναλλασσόμενά της πλάνα, ξαναγράφεται το σενάριο ανακατανομής και δικαιοδοσιών της αλήθειας και της πλάνης, καθώς τροφοδοτείται η δύναμη της πειστικότητάς τους μέσα από διαφορετικά πλέον συστήματα και συμπεριφορές. Παρ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη ανεπίδοτα γράμματα για παραλήπτες που γυρεύουν εναγωνίως τόπους να μεταναστεύσουν για να στεγάσουν το χαμένο κι άλλοτε ξανακερδισμένο τους παράδεισο, «αλλιώς ωραίο»,καθώς θα έγραφε και ο ποιητής.