Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιητής 1993

Rammos-detail-6Επειδή πολύ συχνά στη ζωή, μας έρχεται η ανάγκη να αναλογιζόμαστε τα όσα στον κόσμο μέσα πολύχρωμα συλλέξαμε, και επειδή όλα ετούτα στην ώρα τους σπάνια ή ποτέ μας κατά κανόνα δεν τα ζήσαμε, γιατί έτσι φαίνεται μοίρα περίεργη το ορίζει, από καιρό ευχόμουν να μου δοθεί η χάρη να προσφύγω στην τελευταία δουλεία του φίλου μου του Κωνσταντίνου Ράμμου, όντας σίγουρος πως σε αυτή, θα τα έβρισκα όλα όσα παραπάνω έψαχνα και μου έλλειπαν, στην πιο τέλεια τόσο, όσο και στην πιο αρτιμελή εκδοχή τους.

Και πράγματι, πιστέψτε με, δεν έπεσα έξω. Γιατί όσα με τέχνη και σπουδή επιστρατεύτηκαν από τον ίδιο για να υπηρετήσουν εδώ αυτό το εξαίσιο αποτέλεσμα το οποίο ετούτη τη στιγμή βλέπουμε μπροστά μας, βρίσκονται σε μια θαυμαστή ισορροπία με το χρώμα, τη φύση, τον κόσμο, το φως ή τον άνθρωπο, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα, που να σε κάνουν να ξαφνιάζεσαι.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, πιο σαφής και πιο πιστευτός, ιδού λοιπόν, κοιτάξτε τους όλους αυτούς, ή έστω τους βασικότερους συντελεστές του υπέροχου αυτού ταξιδιού.

Μια γυναίκα μόνη, μισόγυμνη, σε στάση φιλήδονη, περιμένει, έχοντας μιαν ασφάλεια στην έκφρασή της, ίδια με αυτή που κρύβουν όλοι όσοι πιστεύουν ότι δεν τους βλέπει κανείς.

Νομίζει όπως φαίνεται από το βλέμμα της, πως είναι ελεύθερη, όμως αν καλά την κοιτάξουμε, θα δούμε ότι την έχει παγιδεύσει για πάντα ο μεγάλος εκείνος του φόβου ο μαιευτήρ, σε αυτή τη χρυσή φυλακή.

Στη συνέχεια άλλα στιγμιότυπα, φθινοπωρινά. Φύλλα-λέξεις στιλπνές «φωνηεντόληκτες», και σύμφωνα «χειλεόληκτα», που πετούν χαρίζοντας το κλειδί της μουσικής τους στον αέρα, και δέντρα, βουνά μες στο βάθος, για να μας θυμίζει το ύψος τους το πάλε ποτέ «ολόκληρο στήθος», όπως θα έλεγε και ο Καρούζος, για να μας θυμίζουν οι μυρτιές, να μας ανθίζουν οι καστανιές, και να μας στέλνουν τα θυμάρια την ευωδιά του γράμματος «θήτα», στην πρώτη μας σχολική γνωριμία .Ένα κόκκινο χρώμα, ένα κίτρινο χρυσό, ή λαμπερή μέρα, και οι γυναικείες φιγούρες όλες στις κανονικές τους πάντοτε διαστάσεις, άσχετα με το αν τα πρόσωπά τους «φαγωμένα»από τον καιρό και τη συναλλαγή, κρύβουν, κάτι από όλους αυτούς που τις «κατοίκησαν», ή κάτι από όλους αυτούς που θέλησαν να χτίσουν στα χάδια τους μέσα, τα σπίτια τους.

Όσο για την αυτοτέλεια των χρωμάτων, αλλά και την ταυτόχρονη συνύπαρξή τους, σε βαθμό τέτοιο που το ένα να αποτελεί το απαραίτητο συμπληρωματικό του άλλου, αυτή είναι τόσο άρτια και τόσο αριστοτεχνικά προωθημένη, που δύσκολα θα μπορούσαμε να της βρούμε ψεγάδι ή χαλαρότητα, έτσι ώστε, μέσα από αυτή την αλληλουχία, το συναίσθημα να φτάνει έως εμάς γνησίως έντονο, αποκαθαρμένο, και υψωμένο στην καλύτερη δυνατή λυρική του δύναμη.

Όλο και πιο σπάνια, συναντάμε τόση πυκνότητα ή και τόση αυστηρότητα στο ύφος, όλο και πιο σπάνια απολαμβάνουμε αυτή την κρυφή, εποικοδομητική, όσο και τρυφερή σχέση με τους δασκάλους του παρελθόντος. Αυτό άλλωστε φαίνεται να επιδιώκει και ο Κωνσταντίνος Ράμμος, στην προκειμένη περίπτωση, όπως και εσείς άλλωστε, είμαι σίγουρος ότι θα διαπιστώσατε.